- κατσουφιάζω
- bouder
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
κατσουφιάζω — κατσουφιάζω, κατσούφιασα, κατσουφιασμένος βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κατσουφιάζω — 1. γίνομαι κατσούφης, γίνομαι σκυθρωπός 2. (για τον καιρό) γίνομαι συννεφώδης, σκοτεινιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κατσούφος (< κατηφής) + ιάζω] … Dictionary of Greek
κατσουφιάζω — κατσούφιασα, κατσουφιάστηκα, κατσουφιασμένος, σκυθρωπιάζω, χάνω το κέφι μου, σκοτεινιάζω: Τι έχεις και κατσούφιασες έτσι; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανασταλαγιά — η λεπτή και επίμονη βροχή, ψιλόβροχο που δεν σταματά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανασταλάζω πρβλ. κατσουφιάζω κατσουφιά] … Dictionary of Greek
κατεβάζω — (AM καταβιβάζω, Μ και κατεβάζω και καταβάζω και κατηβάζω) 1. οδηγώ ή φέρνω κάποιον ή κάτι από υψηλότερη θέση σε χαμηλότερη (α. «κατέβασα τις παλιές καρέκλες στο υπόγειο» β. «καταβιβάσας τὸν Κροῑσον ἀπὸ τῆς πυρῆς», Ηρόδ.) 2. φέρνω από τα μεσόγεια… … Dictionary of Greek
κατηφώ — κατηφῶ, έω (Α) [κατηφής] 1. κατεβάζω τα μάτια κυρίως από λύπη ή ντροπή, είμαι κατηφής, δύσθυμος, κατσουφιάζω (α. «μνηστῆρες δ ἀκάχοντο κατήφησάν τ ἐνὶ θυμῷ», Ομ. Οδ. β. «τὶ δὴ κατηφεῑς ὄμμα καὶ δακρυρροεῑς» γιατί έχεις κατεβασμένα τα μάτια και… … Dictionary of Greek
κατσουφιά — η η κατήφεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατσουφιάζω, υποχωρητικά] … Dictionary of Greek
κατσούφης — α, ικο, θηλ. και ισσα δύσθυμος, σκυθρωπός, άκεφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατσουφιάζω, υποχωρητικά] … Dictionary of Greek
κατσούφιασμα — το [κατσουφιάζω] η κατήφεια, η σκυθρωπότητα … Dictionary of Greek
μουσκλιάζω — [μούσκλι] 1. γεμίζω μούσκλια 2. γίνομαι σκυθρωπός, κατσουφιάζω … Dictionary of Greek
μουσκώ — μουσκῶ (Μ) κατσουφιάζω από τη στενοχώρια μου, σκοτεινιάζει η όψη μου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *μοῦσκος / *μοῦσκο (< ιταλ. musco «βρύο»), πρβλ. μούσκλι > μουσκλιάζω] … Dictionary of Greek